- τροχιάζω
- Α [τροχός ή τρόχος]περιστρέφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχιῇ — τροχίζω break on the wheel fut ind mid 2nd sg τροχιά wheel track fem dat sg (epic ionic) τροχιάζω roto fut ind mid 2nd sg (doric) τροχιάζω roto fut ind act 3rd sg (doric) τροχιός round fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίασμα — άσματος, τὸ, ΝΑ [τροχιάζω] νεοελλ. αστρον. το σύνολο τών οδοντωτών τροχών εκκρεμούς χρονομέτρου ή ισημερινού τηλεσκοπίου που λειτουργεί ως ρολόγι, με τη βοήθεια τού οποίου μεταδίδεται η κίνηση από τον κινητήρα στους δέκτες ή στο τηλεσκόπιο για… … Dictionary of Greek
τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)